- ζυγοστάτῃ
- ζυγοστάτηςpublic weighermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζυγοστάσιον — ζυγοστάσιον, τὸ (Α) 1. ο τόπος όπου γίνεται η ζυγοστασία, η ζύγιση 2. η ζυγοστασία 3. το έργο τού ζυγοστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + στάσιον (< στάτης < ίστημι), πρβλ. ενοικιο στάσιον χοιρο στάσιον] … Dictionary of Greek